- ὑφαντοῦ
- ὑφαντόςwovenmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὑφάντου — ὑφάντης weaver masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
μαρμαροδίμιτο — το είδος υφαντού βαμβακερού υφάσματος πολύ στερεού … Dictionary of Greek
ξεϋφαίνω — και ξυφαίνω και ξεφαίνω ξεμπλέκω νήματα υφαντού, ξηλώνω υφαντό … Dictionary of Greek
σάλι — (I) το, Ν γυναικείο ριχτό ένδυμα για τους ώμους από ορθογώνιο τεμάχιο πλεκτού, υφαντού ή μάλλινου υφάσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περσ. schāl]. (II) και σάλιο, το, Ν ναυτ. 1. ελαφρύ πλοίο από μαδέρια που διαλύεται και συναρμογολείται κατά βούληση,… … Dictionary of Greek
ταπισερί — Διεθνώς αποδεκτός όρος για τον χαρακτηρισμό διακοσμητικού χειροποίητου υφαντού, λεπτής και επίπονης επεξεργασίας. Ο όρος είναι γαλλικός (tapisserie) και υποδηλώνει χαλί του τοίχου. Πριν από την εμφάνιση των χαλιών του τοίχου σκέπαζαν ολόκληρους… … Dictionary of Greek
υφαντείον — τὸ, Α εργαστήριο υφάντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑφαίνω (πρβλ. ὑφάντης, ὑφαντός) + κατάλ. εῖον (πρβλ. μαντ εῖον)] … Dictionary of Greek
υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek
σάλι — το (λ. περσ.) 1. κομμάτι υφαντού ή πλεκτού υφάσματος που το ρίχνουν οι γυναίκες στον ώμο τους, σάρπα. 2. σχεδία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)